ωραιοπαθής

ωραιοπαθής
-ες, Ν
1. (με θετ. σημ.) αυτός που έχει πάθος για το ωραίο
2. (με αρνητική σημ.) ναρκισσευόμενος.
επίρρ...
ωραιοπαθώς Ν
με ωραιοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + -παθής (< πάθος), πρβλ. εγω-παθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωραιοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει το πάθος των ωραίων πραγμάτων, αυτός που συγκινείται πολύ όταν δει κάτι ωραίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εστετίστικος — η, ο [εστέτ] 1. ο οπαδός τού αισθητικού και καλλιτεχνικού κινήματος τού εστετισμού, ο εστέτ. 2. ο υπερευαίσθητος και ωραιοπαθής, αυτός που έχει αναγάγει το ωραίο σε ύψιστη και κυρίαρχη αξία τής ζωής και τής τέχνης και αποκλείει κάθε ηθική ή… …   Dictionary of Greek

  • ωραιοπάθεια — η, Ν [ωραιοπαθής] (με θετ. και αρνητική σημ.) η ιδιότητα τού ωραιοπαθούς …   Dictionary of Greek

  • ωραιόπαθος — και ωριόπαθος, η, ο, Ν ωραιοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + πάθος (< πάθος), πρβλ. πολυ παθος] …   Dictionary of Greek

  • Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της …   Dictionary of Greek

  • ωραιόπαθος — η, ο βλ. ωραιοπαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”